Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσποτος
δυσπρᾱγέω
δυσπρᾱγίᾱ
δυσπρᾱξίᾱ
δυσπρεπής
δυσπρόσβατος
δυσπρόσιτος
δυσπρόσμαχος
δυσπρόσοδος
δυσπρόσοιστος
δυσπρόσοπτος
δυσπροσόρμιστος
δυσπροσπέλαστος
δύσρῑγος
δυσσέβεια
δυσσεβέω
δυσσεβής
δύσσοος
δυσστομέω
δυσστόχαστος
δυσσύμβολος
View word page
δυσ-πρόσοπτος
δυσπρόσοπτοςονadjπροσοράω of dreams, a person's appearancehard to look uponunsightly, repulsiveS. Plu.

ShortDef

hard to look on, horrid to behold

Debugging

Headword:
δυσπρόσοπτος
Headword (normalized):
δυσπρόσοπτος
Headword (normalized/stripped):
δυσπροσοπτος
IDX:
10341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10342
Key:
δυσπρόσοπτος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-πρόσοπτος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>πρόσοπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>προσοράω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of dreams, a person's appearance</Indic><Def>hard to look upon</Def><Tr>unsightly, repulsive</Tr><Au>S. Plu.</Au></aS1></AE>", 'key': 'δυσπρόσοπτος'}