Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσποτμος
δύσποτος
δυσπρᾱγέω
δυσπρᾱγίᾱ
δυσπρᾱξίᾱ
δυσπρεπής
δυσπρόσβατος
δυσπρόσιτος
δυσπρόσμαχος
δυσπρόσοδος
δυσπρόσοιστος
δυσπρόσοπτος
δυσπροσόρμιστος
δυσπροσπέλαστος
δύσρῑγος
δυσσέβεια
δυσσεβέω
δυσσεβής
δύσσοος
δυσστομέω
δυσστόχαστος
View word page
δυσ-πρόσοιστος
δυσπρόσοιστοςονadjπροσφέρω of the mouth of a person refusing to speakhard to have dealings withintractable, unaccommodatingS.

ShortDef

hard to approach

Debugging

Headword:
δυσπρόσοιστος
Headword (normalized):
δυσπρόσοιστος
Headword (normalized/stripped):
δυσπροσοιστος
IDX:
10340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10341
Key:
δυσπρόσοιστος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-πρόσοιστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>πρόσοιστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>προσφέρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the mouth of a person refusing to speak</Indic><Def>hard to have dealings with</Def><Tr>intractable, unaccommodating</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσπρόσοιστος'}