Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσποτμέω
δυσποτμίᾱ
δύσποτμος
δύσποτος
δυσπρᾱγέω
δυσπρᾱγίᾱ
δυσπρᾱξίᾱ
δυσπρεπής
δυσπρόσβατος
δυσπρόσιτος
δυσπρόσμαχος
δυσπρόσοδος
δυσπρόσοιστος
δυσπρόσοπτος
δυσπροσόρμιστος
δυσπροσπέλαστος
δύσρῑγος
δυσσέβεια
δυσσεβέω
δυσσεβής
δύσσοος
View word page
δυσ-πρόσμαχος
δυσπρόσμαχοςονadjπροσμάχομαι of placeshard to attackPlu.

ShortDef

hard to attack

Debugging

Headword:
δυσπρόσμαχος
Headword (normalized):
δυσπρόσμαχος
Headword (normalized/stripped):
δυσπροσμαχος
IDX:
10338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10339
Key:
δυσπρόσμαχος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-πρόσμαχος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>πρόσμαχος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>προσμάχομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of places</Indic><Tr>hard to attack</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσπρόσμαχος'}