Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσπορος
δυσποτμέω
δυσποτμίᾱ
δύσποτμος
δύσποτος
δυσπρᾱγέω
δυσπρᾱγίᾱ
δυσπρᾱξίᾱ
δυσπρεπής
δυσπρόσβατος
δυσπρόσιτος
δυσπρόσμαχος
δυσπρόσοδος
δυσπρόσοιστος
δυσπρόσοπτος
δυσπροσόρμιστος
δυσπροσπέλαστος
δύσρῑγος
δυσσέβεια
δυσσεβέω
δυσσεβής
View word page
δυσ-πρόσιτος
δυσπρόσιτοςονadjπροσιτός of a personhard to approachinaccessible, unsociableE.

ShortDef

difficult of access

Debugging

Headword:
δυσπρόσιτος
Headword (normalized):
δυσπρόσιτος
Headword (normalized/stripped):
δυσπροσιτος
IDX:
10337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10338
Key:
δυσπρόσιτος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-πρόσιτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>πρόσιτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>προσιτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Def>hard to approach</Def><Tr>inaccessible, unsociable</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσπρόσιτος'}