Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσπόριστος
δύσπορος
δυσποτμέω
δυσποτμίᾱ
δύσποτμος
δύσποτος
δυσπρᾱγέω
δυσπρᾱγίᾱ
δυσπρᾱξίᾱ
δυσπρεπής
δυσπρόσβατος
δυσπρόσιτος
δυσπρόσμαχος
δυσπρόσοδος
δυσπρόσοιστος
δυσπρόσοπτος
δυσπροσόρμιστος
δυσπροσπέλαστος
δύσρῑγος
δυσσέβεια
δυσσεβέω
View word page
δυσ-πρόσβατος
δυσπρόσβατοςονadjπροσβατός of a hillhard to climbTh.

ShortDef

hard to approach

Debugging

Headword:
δυσπρόσβατος
Headword (normalized):
δυσπρόσβατος
Headword (normalized/stripped):
δυσπροσβατος
IDX:
10336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10337
Key:
δυσπρόσβατος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-πρόσβατος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>πρόσβατος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>προσβατός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a hill</Indic><Tr>hard to climb</Tr><Au>Th.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσπρόσβατος'}