Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσπορίᾱ
δυσπόριστος
δύσπορος
δυσποτμέω
δυσποτμίᾱ
δύσποτμος
δύσποτος
δυσπρᾱγέω
δυσπρᾱγίᾱ
δυσπρᾱξίᾱ
δυσπρεπής
δυσπρόσβατος
δυσπρόσιτος
δυσπρόσμαχος
δυσπρόσοδος
δυσπρόσοιστος
δυσπρόσοπτος
δυσπροσόρμιστος
δυσπροσπέλαστος
δύσρῑγος
δυσσέβεια
View word page
δυσ-πρεπής
δυσπρεπήςέςadjπρέπω of suicide by hangingunseemlyE.dub.

ShortDef

base, undignified

Debugging

Headword:
δυσπρεπής
Headword (normalized):
δυσπρεπής
Headword (normalized/stripped):
δυσπρεπης
IDX:
10335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10336
Key:
δυσπρεπής

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-πρεπής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>πρεπής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πρέπω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of suicide by hanging</Indic><Tr>unseemly</Tr><Au>E.<LblR>dub.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσπρεπής'}