Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσπονος
δυσπόρευτος
δυσπορίᾱ
δυσπόριστος
δύσπορος
δυσποτμέω
δυσποτμίᾱ
δύσποτμος
δύσποτος
δυσπρᾱγέω
δυσπρᾱγίᾱ
δυσπρᾱξίᾱ
δυσπρεπής
δυσπρόσβατος
δυσπρόσιτος
δυσπρόσμαχος
δυσπρόσοδος
δυσπρόσοιστος
δυσπρόσοπτος
δυσπροσόρμιστος
δυσπροσπέλαστος
View word page
δυσπρᾱγίᾱ
δυσπρᾱγίᾱᾱςf ill fortune, misfortuneAntipho

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσπρᾱγίᾱ
Headword (normalized):
δυσπρᾱγίᾱ
Headword (normalized/stripped):
δυσπραγια
IDX:
10333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10334
Key:
δυσπρᾱγίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>δυσπρᾱγίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δυσπρᾱγίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>ill fortune, misfortune</Tr><Au>Antipho</Au></nS1></NE>', 'key': 'δυσπρᾱγίᾱ'}