Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσπόνητος
δύσπονος
δυσπόρευτος
δυσπορίᾱ
δυσπόριστος
δύσπορος
δυσποτμέω
δυσποτμίᾱ
δύσποτμος
δύσποτος
δυσπρᾱγέω
δυσπρᾱγίᾱ
δυσπρᾱξίᾱ
δυσπρεπής
δυσπρόσβατος
δυσπρόσιτος
δυσπρόσμαχος
δυσπρόσοδος
δυσπρόσοιστος
δυσπρόσοπτος
δυσπροσόρμιστος
View word page
δυσπρᾱγέω
δυσπρᾱγέωcontr.vbπρᾱ́σσω suffer misfortunebe unsuccessfulA. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσπρᾱγέω
Headword (normalized):
δυσπρᾱγέω
Headword (normalized/stripped):
δυσπραγεω
IDX:
10332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10333
Key:
δυσπρᾱγέω

Data

{'headword_display': '<b>δυσπρᾱγέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δυσπρᾱγέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>πρᾱ́σσω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>suffer misfortune<or/>be unsuccessful</Tr><Au>A. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'δυσπρᾱγέω'}