Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσπονής
δυσπόνητος
δύσπονος
δυσπόρευτος
δυσπορίᾱ
δυσπόριστος
δύσπορος
δυσποτμέω
δυσποτμίᾱ
δύσποτμος
δύσποτος
δυσπρᾱγέω
δυσπρᾱγίᾱ
δυσπρᾱξίᾱ
δυσπρεπής
δυσπρόσβατος
δυσπρόσιτος
δυσπρόσμαχος
δυσπρόσοδος
δυσπρόσοιστος
δυσπρόσοπτος
View word page
δύσ-ποτος
δύσποτοςονadjποτός of a draught of human bloodgrim to drinkA.

ShortDef

unpalatable

Debugging

Headword:
δύσποτος
Headword (normalized):
δύσποτος
Headword (normalized/stripped):
δυσποτος
IDX:
10331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10332
Key:
δύσποτος

Data

{'headword_display': '<b>δύσ-ποτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δύσ<hyph/>ποτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ποτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a draught of human blood</Indic><Tr>grim to drink</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δύσποτος'}