Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσπόλεμος
δυσπολιόρκητος
δυσπολῑ́τευτος
δυσπονής
δυσπόνητος
δύσπονος
δυσπόρευτος
δυσπορίᾱ
δυσπόριστος
δύσπορος
δυσποτμέω
δυσποτμίᾱ
δύσποτμος
δύσποτος
δυσπρᾱγέω
δυσπρᾱγίᾱ
δυσπρᾱξίᾱ
δυσπρεπής
δυσπρόσβατος
δυσπρόσιτος
δυσπρόσμαχος
View word page
δυσποτμέω
δυσποτμέωcontr.vbδύσποτμος have the misfortune to be afflictedw.dat.by illnessPlb.

ShortDef

despair of oneself

Debugging

Headword:
δυσποτμέω
Headword (normalized):
δυσποτμέω
Headword (normalized/stripped):
δυσποτμεω
IDX:
10328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10329
Key:
δυσποτμέω

Data

{'headword_display': '<b>δυσποτμέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δυσποτμέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>δύσποτμος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>have the misfortune to be afflicted</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>by illness<Au>Plb.</Au> </Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'δυσποτμέω'}