Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσπνοια
δύσπνοος
δυσπολέμητος
δυσπόλεμος
δυσπολιόρκητος
δυσπολῑ́τευτος
δυσπονής
δυσπόνητος
δύσπονος
δυσπόρευτος
δυσπορίᾱ
δυσπόριστος
δύσπορος
δυσποτμέω
δυσποτμίᾱ
δύσποτμος
δύσποτος
δυσπρᾱγέω
δυσπρᾱγίᾱ
δυσπρᾱξίᾱ
δυσπρεπής
View word page
δυσπορίᾱ
δυσπορίᾱᾱςfδύσπορος difficulty of crossinga riverX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσπορίᾱ
Headword (normalized):
δυσπορίᾱ
Headword (normalized/stripped):
δυσπορια
IDX:
10325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10326
Key:
δυσπορίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>δυσπορίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δυσπορίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>δύσπορος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>difficulty of crossing<Expl>a river</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δυσπορίᾱ'}