Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσπλανος
δύσπνοια
δύσπνοος
δυσπολέμητος
δυσπόλεμος
δυσπολιόρκητος
δυσπολῑ́τευτος
δυσπονής
δυσπόνητος
δύσπονος
δυσπόρευτος
δυσπορίᾱ
δυσπόριστος
δύσπορος
δυσποτμέω
δυσποτμίᾱ
δύσποτμος
δύσποτος
δυσπρᾱγέω
δυσπρᾱγίᾱ
δυσπρᾱξίᾱ
View word page
δυσ-πόρευτος
δυσπόρευτοςονadjπορευτός of a muddy areahard to crossX.

ShortDef

hard to pass

Debugging

Headword:
δυσπόρευτος
Headword (normalized):
δυσπόρευτος
Headword (normalized/stripped):
δυσπορευτος
IDX:
10324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10325
Key:
δυσπόρευτος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-πόρευτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>πόρευτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πορευτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a muddy area</Indic><Tr>hard to cross</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσπόρευτος'}