Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσπίστως
δύσπλανος
δύσπνοια
δύσπνοος
δυσπολέμητος
δυσπόλεμος
δυσπολιόρκητος
δυσπολῑ́τευτος
δυσπονής
δυσπόνητος
δύσπονος
δυσπόρευτος
δυσπορίᾱ
δυσπόριστος
δύσπορος
δυσποτμέω
δυσποτμίᾱ
δύσποτμος
δύσποτος
δυσπρᾱγέω
δυσπρᾱγίᾱ
View word page
δύσ-πονος
δύσπονοςονadjπόνος of troublesgrievous, burdensomeS.

ShortDef

toilsome

Debugging

Headword:
δύσπονος
Headword (normalized):
δύσπονος
Headword (normalized/stripped):
δυσπονος
IDX:
10323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10324
Key:
δύσπονος

Data

{'headword_display': '<b>δύσ-πονος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δύσ<hyph/>πονος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πόνος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of troubles</Indic><Tr>grievous, burdensome</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δύσπονος'}