Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσπέρᾱτος
δυσπερίληπτος
δυσπετής
δυσπινής
δυσπίστως
δύσπλανος
δύσπνοια
δύσπνοος
δυσπολέμητος
δυσπόλεμος
δυσπολιόρκητος
δυσπολῑ́τευτος
δυσπονής
δυσπόνητος
δύσπονος
δυσπόρευτος
δυσπορίᾱ
δυσπόριστος
δύσπορος
δυσποτμέω
δυσποτμίᾱ
View word page
δυσ-πολιόρκητος
δυσπολιόρκητοςονadjπολιορκέω of a cityhard to take by siegeX. Plb.

ShortDef

hard to take by siege

Debugging

Headword:
δυσπολιόρκητος
Headword (normalized):
δυσπολιόρκητος
Headword (normalized/stripped):
δυσπολιορκητος
IDX:
10319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10320
Key:
δυσπολιόρκητος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-πολιόρκητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>πολιόρκητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πολιορκέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a city</Indic><Tr>hard to take by siege</Tr><Au>X. Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσπολιόρκητος'}