Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσπεπτος
δυσπέρᾱτος
δυσπερίληπτος
δυσπετής
δυσπινής
δυσπίστως
δύσπλανος
δύσπνοια
δύσπνοος
δυσπολέμητος
δυσπόλεμος
δυσπολιόρκητος
δυσπολῑ́τευτος
δυσπονής
δυσπόνητος
δύσπονος
δυσπόρευτος
δυσπορίᾱ
δυσπόριστος
δύσπορος
δυσποτμέω
View word page
δυσ-πόλεμος
δυσπόλεμοςονadj of a peopleluckless in warA.

ShortDef

unlucky in war

Debugging

Headword:
δυσπόλεμος
Headword (normalized):
δυσπόλεμος
Headword (normalized/stripped):
δυσπολεμος
IDX:
10318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10319
Key:
δυσπόλεμος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-πόλεμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>πόλεμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a people</Indic><Tr>luckless in war</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσπόλεμος'}