Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσπενθής
δύσπεπτος
δυσπέρᾱτος
δυσπερίληπτος
δυσπετής
δυσπινής
δυσπίστως
δύσπλανος
δύσπνοια
δύσπνοος
δυσπολέμητος
δυσπόλεμος
δυσπολιόρκητος
δυσπολῑ́τευτος
δυσπονής
δυσπόνητος
δύσπονος
δυσπόρευτος
δυσπορίᾱ
δυσπόριστος
δύσπορος
View word page
δυσ-πολέμητος
δυσπολέμητοςονadjπολεμέω of a king, a spirit of vengeancehard to fightA. Isoc. D.

ShortDef

hard to war with

Debugging

Headword:
δυσπολέμητος
Headword (normalized):
δυσπολέμητος
Headword (normalized/stripped):
δυσπολεμητος
IDX:
10317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10318
Key:
δυσπολέμητος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-πολέμητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>πολέμητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πολεμέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a king, a spirit of vengeance</Indic><Tr>hard to fight</Tr><Au>A. Isoc. D.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσπολέμητος'}