Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσπειστος
δύσπεμπτος
δυσπέμφελος
δυσπενθής
δύσπεπτος
δυσπέρᾱτος
δυσπερίληπτος
δυσπετής
δυσπινής
δυσπίστως
δύσπλανος
δύσπνοια
δύσπνοος
δυσπολέμητος
δυσπόλεμος
δυσπολιόρκητος
δυσπολῑ́τευτος
δυσπονής
δυσπόνητος
δύσπονος
δυσπόρευτος
View word page
δύσ-πλανος
δύσπλανοςονadjπλάνος1 of Io, her wanderingswretchedly roamingA.

ShortDef

wandering in misery

Debugging

Headword:
δύσπλανος
Headword (normalized):
δύσπλανος
Headword (normalized/stripped):
δυσπλανος
IDX:
10314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10315
Key:
δύσπλανος

Data

{'headword_display': '<b>δύσ-πλανος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δύσ<hyph/>πλανος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πλάνος<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Io, her wanderings</Indic><Tr>wretchedly roaming</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δύσπλανος'}