Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσπαρακόμιστος
δυσπαραμῡ́θητος
δυσπάρευνος
δυσπαρήγορος
Δύσπαρις
δυσπάριτος
δυσπειθής
δύσπειστος
δύσπεμπτος
δυσπέμφελος
δυσπενθής
δύσπεπτος
δυσπέρᾱτος
δυσπερίληπτος
δυσπετής
δυσπινής
δυσπίστως
δύσπλανος
δύσπνοια
δύσπνοος
δυσπολέμητος
View word page
δυσ-πενθής
δυσπενθήςέςadjπένθος of toilgrimly mournfulPi.of treacherygrievousPi.

ShortDef

bringing sore affliction, direful

Debugging

Headword:
δυσπενθής
Headword (normalized):
δυσπενθής
Headword (normalized/stripped):
δυσπενθης
IDX:
10307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10308
Key:
δυσπενθής

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-πενθής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>πενθής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πένθος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of toil</Indic><Tr>grimly mournful</Tr><Au>Pi.</Au><aS2><Indic>of treachery</Indic><Tr>grievous</Tr><Au>Pi.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'δυσπενθής'}