Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσπαραδέκτως
δυσπαράθελκτος
δυσπαραίτητος
δυσπαρακόμιστος
δυσπαραμῡ́θητος
δυσπάρευνος
δυσπαρήγορος
Δύσπαρις
δυσπάριτος
δυσπειθής
δύσπειστος
δύσπεμπτος
δυσπέμφελος
δυσπενθής
δύσπεπτος
δυσπέρᾱτος
δυσπερίληπτος
δυσπετής
δυσπινής
δυσπίστως
δύσπλανος
View word page
δύσ-πειστος
δύσπειστοςονadj of personshard to persuadeconvinceX. Arist. Plu. δυσπείστωςadv sceptically, reluctantlyIsoc.

ShortDef

hard to persuade, disobedient

Debugging

Headword:
δύσπειστος
Headword (normalized):
δύσπειστος
Headword (normalized/stripped):
δυσπειστος
IDX:
10304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10305
Key:
δύσπειστος

Data

{'headword_display': '<b>δύσ-πειστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δύσ<hyph/>πειστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>hard to persuade<or/>convince</Tr><Au>X. Arist. Plu.</Au></aS1> <Adv><vHG><HL>δυσπείστως</HL><PS>adv</PS></vHG> <advS1><Tr>sceptically, reluctantly</Tr><Au>Isoc.</Au></advS1> </Adv></AE>', 'key': 'δύσπειστος'}