Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσπαράγγελτος
δυσπαράγραφος
δυσπαραδέκτως
δυσπαράθελκτος
δυσπαραίτητος
δυσπαρακόμιστος
δυσπαραμῡ́θητος
δυσπάρευνος
δυσπαρήγορος
Δύσπαρις
δυσπάριτος
δυσπειθής
δύσπειστος
δύσπεμπτος
δυσπέμφελος
δυσπενθής
δύσπεπτος
δυσπέρᾱτος
δυσπερίληπτος
δυσπετής
δυσπινής
View word page
δυσ-πάριτος
δυσπάριτοςονadjπαριτός of a point on a routehard to get pastX.

ShortDef

hard to pass

Debugging

Headword:
δυσπάριτος
Headword (normalized):
δυσπάριτος
Headword (normalized/stripped):
δυσπαριτος
IDX:
10302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10303
Key:
δυσπάριτος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-πάριτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>πάριτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>παριτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a point on a route</Indic><Tr>hard to get past</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσπάριτος'}