Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσπαραβοήθητος
δυσπαράβουλος
δυσπαράγγελτος
δυσπαράγραφος
δυσπαραδέκτως
δυσπαράθελκτος
δυσπαραίτητος
δυσπαρακόμιστος
δυσπαραμῡ́θητος
δυσπάρευνος
δυσπαρήγορος
Δύσπαρις
δυσπάριτος
δυσπειθής
δύσπειστος
δύσπεμπτος
δυσπέμφελος
δυσπενθής
δύσπεπτος
δυσπέρᾱτος
δυσπερίληπτος
View word page
δυσ-παρήγορος
δυσπαρήγοροςονadj of Erinyeshard to appease, implacableA.

ShortDef

hard to appease

Debugging

Headword:
δυσπαρήγορος
Headword (normalized):
δυσπαρήγορος
Headword (normalized/stripped):
δυσπαρηγορος
IDX:
10300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10301
Key:
δυσπαρήγορος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-παρήγορος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>παρήγορος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of Erinyes</Indic><Tr>hard to appease, implacable</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσπαρήγορος'}