Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπολυτρόω
ἀπολύτρωσις
ἀπολῡ́ω
ἀπολωβάομαι
ἀπολωτίζω
ἀπολωφάω
ἀπομαγδαλιᾱ́
ἀπομαίνομαι
ἀπομακτέον
ἀπομαλακίζομαι
ἀπομανθάνω
ἀπομαντεύομαι
ἀπόμαξις
ἀπομαραίνομαι
ἀπομαρτυρέω
ἀπομαρτῡ́ρομαι
ἀπομάσσω
ἀπομαστῑγόω
ἀπομαστίδιος
ἀποματαΐζω
ἀπομάχομαι
View word page
ἀπο-μανθάνω
ἀπομανθάνωvb unlearncustoms, tacticsPl. X. Plu.one's supposed knowledgePl.

ShortDef

to unlearn

Debugging

Headword:
ἀπομανθάνω
Headword (normalized):
ἀπομανθάνω
Headword (normalized/stripped):
απομανθανω
IDX:
102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-103
Key:
ἀπομανθάνω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-μανθάνω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>μανθάνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>unlearn</Tr><Obj>customs, tactics<Au>Pl. X. Plu.</Au></Obj><Obj>one's supposed knowledge<Au>Pl.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'ἀπομανθάνω'}