Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσπαλής
δυσπαράβλητος
δυσπαραβοήθητος
δυσπαράβουλος
δυσπαράγγελτος
δυσπαράγραφος
δυσπαραδέκτως
δυσπαράθελκτος
δυσπαραίτητος
δυσπαρακόμιστος
δυσπαραμῡ́θητος
δυσπάρευνος
δυσπαρήγορος
Δύσπαρις
δυσπάριτος
δυσπειθής
δύσπειστος
δύσπεμπτος
δυσπέμφελος
δυσπενθής
δύσπεπτος
View word page
δυσ-παραμῡ́θητος
δυσπαραμῡ́θητοςονadjπαραμῡθέομαι of anger, desirehard to pacifyimplacable, unassuageablePl. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσπαραμῡ́θητος
Headword (normalized):
δυσπαραμῡ́θητος
Headword (normalized/stripped):
δυσπαραμυθητος
IDX:
10298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10299
Key:
δυσπαραμῡ́θητος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-παραμῡ́θητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>παραμῡ́θητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>παραμῡθέομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of anger, desire</Indic><Def>hard to pacify</Def><Tr>implacable, unassuageable</Tr><Au>Pl. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσπαραμῡ́θητος'}