Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσπάλαμος
δυσπαλής
δυσπαράβλητος
δυσπαραβοήθητος
δυσπαράβουλος
δυσπαράγγελτος
δυσπαράγραφος
δυσπαραδέκτως
δυσπαράθελκτος
δυσπαραίτητος
δυσπαρακόμιστος
δυσπαραμῡ́θητος
δυσπάρευνος
δυσπαρήγορος
Δύσπαρις
δυσπάριτος
δυσπειθής
δύσπειστος
δύσπεμπτος
δυσπέμφελος
δυσπενθής
View word page
δυσ-παρακόμιστος
δυσπαρακόμιστοςονadjπαρακομίζω of a heavy personhard to transportPlu.of heavy coinagehard to carry aboutPlu. of a voyageentailing a difficult route alonga coastPlb.

ShortDef

hard to carry along, difficult

Debugging

Headword:
δυσπαρακόμιστος
Headword (normalized):
δυσπαρακόμιστος
Headword (normalized/stripped):
δυσπαρακομιστος
IDX:
10297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10298
Key:
δυσπαρακόμιστος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-παρακόμιστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>παρακόμιστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>παρακομίζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a heavy person</Indic><Tr>hard to transport</Tr><Au>Plu.</Au><aS2><Indic>of heavy coinage</Indic><Tr>hard to carry about</Tr><Au>Plu.</Au></aS2></aS1> <aS1><Indic>of a voyage</Indic><Tr>entailing a difficult route along<Expl>a coast</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσπαρακόμιστος'}