Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσπαίπαλος
δυσπάλαιστος
δυσπάλαμος
δυσπαλής
δυσπαράβλητος
δυσπαραβοήθητος
δυσπαράβουλος
δυσπαράγγελτος
δυσπαράγραφος
δυσπαραδέκτως
δυσπαράθελκτος
δυσπαραίτητος
δυσπαρακόμιστος
δυσπαραμῡ́θητος
δυσπάρευνος
δυσπαρήγορος
Δύσπαρις
δυσπάριτος
δυσπειθής
δύσπειστος
δύσπεμπτος
View word page
δυσ-παράθελκτος
δυσπαράθελκτοςονadjπαραθέλγω of Zeus' angerhard to assuage, implacableA.

ShortDef

hard to assuage

Debugging

Headword:
δυσπαράθελκτος
Headword (normalized):
δυσπαράθελκτος
Headword (normalized/stripped):
δυσπαραθελκτος
IDX:
10295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10296
Key:
δυσπαράθελκτος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-παράθελκτος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>παράθελκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>παραθέλγω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Zeus' anger</Indic><Tr>hard to assuage, implacable</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>", 'key': 'δυσπαράθελκτος'}