Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσοσμος
δυσούριστος
δυσόφθαλμος
δυσπάθεια
δυσπαθέω
δυσπαίπαλος
δυσπάλαιστος
δυσπάλαμος
δυσπαλής
δυσπαράβλητος
δυσπαραβοήθητος
δυσπαράβουλος
δυσπαράγγελτος
δυσπαράγραφος
δυσπαραδέκτως
δυσπαράθελκτος
δυσπαραίτητος
δυσπαρακόμιστος
δυσπαραμῡ́θητος
δυσπάρευνος
δυσπαρήγορος
View word page
δυσ-παραβοήθητος
δυσπαραβοήθητοςονadjπαραβοηθέω of troops under attackhard to assistPlb.

ShortDef

hard to assist

Debugging

Headword:
δυσπαραβοήθητος
Headword (normalized):
δυσπαραβοήθητος
Headword (normalized/stripped):
δυσπαραβοηθητος
IDX:
10290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10291
Key:
δυσπαραβοήθητος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-παραβοήθητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>παραβοήθητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>παραβοηθέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of troops under attack</Indic><Tr>hard to assist</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσπαραβοήθητος'}