Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσοσμίᾱ
δύσοσμος
δυσούριστος
δυσόφθαλμος
δυσπάθεια
δυσπαθέω
δυσπαίπαλος
δυσπάλαιστος
δυσπάλαμος
δυσπαλής
δυσπαράβλητος
δυσπαραβοήθητος
δυσπαράβουλος
δυσπαράγγελτος
δυσπαράγραφος
δυσπαραδέκτως
δυσπαράθελκτος
δυσπαραίτητος
δυσπαρακόμιστος
δυσπαραμῡ́θητος
δυσπάρευνος
View word page
δυσ-παράβλητος
δυσπαράβλητοςονadjπαραβλητός of a person's beautyincomparablePlu.

ShortDef

incomparable

Debugging

Headword:
δυσπαράβλητος
Headword (normalized):
δυσπαράβλητος
Headword (normalized/stripped):
δυσπαραβλητος
IDX:
10289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10290
Key:
δυσπαράβλητος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-παράβλητος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>παράβλητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>παραβλητός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person's beauty</Indic><Tr>incomparable</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>", 'key': 'δυσπαράβλητος'}