Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσοργος
δύσορμος
δύσορνις
δυσόρφναιος
δυσοσμίᾱ
δύσοσμος
δυσούριστος
δυσόφθαλμος
δυσπάθεια
δυσπαθέω
δυσπαίπαλος
δυσπάλαιστος
δυσπάλαμος
δυσπαλής
δυσπαράβλητος
δυσπαραβοήθητος
δυσπαράβουλος
δυσπαράγγελτος
δυσπαράγραφος
δυσπαραδέκτως
δυσπαράθελκτος
View word page
δυσ-παίπαλος
δυσπαίπαλοςονadjreltd. παιπαλόεις of glensrough and steepruggedArchil.dub.fig., of wavesB.

ShortDef

rough and steep

Debugging

Headword:
δυσπαίπαλος
Headword (normalized):
δυσπαίπαλος
Headword (normalized/stripped):
δυσπαιπαλος
IDX:
10285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10286
Key:
δυσπαίπαλος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-παίπαλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>παίπαλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>reltd. <Ref>παιπαλόεις</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of glens</Indic><Def>rough and steep</Def><Tr>rugged</Tr><Au>Archil.<LblR>dub.</LblR></Au><aS2><Indic>fig., of waves</Indic><Au>B.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'δυσπαίπαλος'}