Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσόμματος
δύσοπτος
δυσόρᾱτος
δύσοργος
δύσορμος
δύσορνις
δυσόρφναιος
δυσοσμίᾱ
δύσοσμος
δυσούριστος
δυσόφθαλμος
δυσπάθεια
δυσπαθέω
δυσπαίπαλος
δυσπάλαιστος
δυσπάλαμος
δυσπαλής
δυσπαράβλητος
δυσπαραβοήθητος
δυσπαράβουλος
δυσπαράγγελτος
View word page
δυσ-όφθαλμος
δυσ-όφθαλμοςονadjὀφθαλμός of uglinessoffensive to the eyesTelest.

ShortDef

offensive to the sight

Debugging

Headword:
δυσόφθαλμος
Headword (normalized):
δυσόφθαλμος
Headword (normalized/stripped):
δυσοφθαλμος
IDX:
10282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10283
Key:
δυσόφθαλμος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-όφθαλμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ-όφθαλμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὀφθαλμός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of ugliness</Indic><Tr>offensive to the eyes</Tr><Au>Telest.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσόφθαλμος'}