Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσομβρος
δυσόμῑλος
δυσόμματος
δύσοπτος
δυσόρᾱτος
δύσοργος
δύσορμος
δύσορνις
δυσόρφναιος
δυσοσμίᾱ
δύσοσμος
δυσούριστος
δυσόφθαλμος
δυσπάθεια
δυσπαθέω
δυσπαίπαλος
δυσπάλαιστος
δυσπάλαμος
δυσπαλής
δυσπαράβλητος
δυσπαραβοήθητος
View word page
δύσοσμος
δύσοσμοςAtt.adjseeδύσοδμος

ShortDef

ill-smelling, stinking

Debugging

Headword:
δύσοσμος
Headword (normalized):
δύσοσμος
Headword (normalized/stripped):
δυσοσμος
IDX:
10280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10281
Key:
δύσοσμος

Data

{'headword_display': '<b>δύσοσμος</b>', 'content': '<XE><RefVL><FmHL>δύσοσμος</FmHL><PS>Att.adj</PS></RefVL><XR>see<Ref>δύσοδμος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δύσοσμος'}