Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσοδος
δυσοίζω
δυσοίκητος
δύσοιμος
δύσοιστος
δῡ́σομαι
δύσομβρος
δυσόμῑλος
δυσόμματος
δύσοπτος
δυσόρᾱτος
δύσοργος
δύσορμος
δύσορνις
δυσόρφναιος
δυσοσμίᾱ
δύσοσμος
δυσούριστος
δυσόφθαλμος
δυσπάθεια
δυσπαθέω
View word page
δυσ-όρᾱτος
δυσόρᾱτοςονadjὁρᾱτός of things, placeshard to see, hiddenX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσόρᾱτος
Headword (normalized):
δυσόρᾱτος
Headword (normalized/stripped):
δυσορατος
IDX:
10274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10275
Key:
δυσόρᾱτος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-όρᾱτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>όρᾱτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὁρᾱτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of things, places</Indic><Tr>hard to see, hidden</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσόρᾱτος'}