Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσογκος
δυσοδέω
δύσοδμος
δῡσοδοπαίπαλος
δύσοδος
δυσοίζω
δυσοίκητος
δύσοιμος
δύσοιστος
δῡ́σομαι
δύσομβρος
δυσόμῑλος
δυσόμματος
δύσοπτος
δυσόρᾱτος
δύσοργος
δύσορμος
δύσορνις
δυσόρφναιος
δυσοσμίᾱ
δύσοσμος
View word page
δύσ-ομβρος
δύσομβροςονadjὄμβρος of shafts, fig.ref. to pelting downpoursof heavy rainS.

ShortDef

stormy, wintry

Debugging

Headword:
δύσομβρος
Headword (normalized):
δύσομβρος
Headword (normalized/stripped):
δυσομβρος
IDX:
10270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10271
Key:
δύσομβρος

Data

{'headword_display': '<b>δύσ-ομβρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δύσ<hyph/>ομβρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὄμβρος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of shafts, fig.ref. to pelting downpours</Indic><Tr>of heavy rain</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δύσομβρος'}