Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσξύμβολος
δύσογκος
δυσοδέω
δύσοδμος
δῡσοδοπαίπαλος
δύσοδος
δυσοίζω
δυσοίκητος
δύσοιμος
δύσοιστος
δῡ́σομαι
δύσομβρος
δυσόμῑλος
δυσόμματος
δύσοπτος
δυσόρᾱτος
δύσοργος
δύσορμος
δύσορνις
δυσόρφναιος
δυσοσμίᾱ
View word page
δῡ́σομαι
δῡ́σομαιfut.mid.seeδύω1

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δῡ́σομαι
Headword (normalized):
δῡ́σομαι
Headword (normalized/stripped):
δυσομαι
IDX:
10269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10270
Key:
δῡ́σομαι

Data

{'headword_display': '<b>δῡ́σομαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>δῡ́σομαι<LblR>fut.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>δύω<Hm>1</Hm></Ref></XR> </XE>', 'key': 'δῡ́σομαι'}