Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσνυμφος
δυσξύμβολος
δύσογκος
δυσοδέω
δύσοδμος
δῡσοδοπαίπαλος
δύσοδος
δυσοίζω
δυσοίκητος
δύσοιμος
δύσοιστος
δῡ́σομαι
δύσομβρος
δυσόμῑλος
δυσόμματος
δύσοπτος
δυσόρᾱτος
δύσοργος
δύσορμος
δύσορνις
δυσόρφναιος
View word page
δύσ-οιστος
δύσοιστοςονadjοἰστός2 of sufferings or sim.hard to bearA. S.

ShortDef

hard to bear, insufferable

Debugging

Headword:
δύσοιστος
Headword (normalized):
δύσοιστος
Headword (normalized/stripped):
δυσοιστος
IDX:
10268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10269
Key:
δύσοιστος

Data

{'headword_display': '<b>δύσ-οιστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δύσ<hyph/>οιστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>οἰστός<Hm>2</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of sufferings or sim.</Indic><Tr>hard to bear</Tr><Au>A. S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δύσοιστος'}