Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσνουθέτητος
δύσνους
δύσνυμφος
δυσξύμβολος
δύσογκος
δυσοδέω
δύσοδμος
δῡσοδοπαίπαλος
δύσοδος
δυσοίζω
δυσοίκητος
δύσοιμος
δύσοιστος
δῡ́σομαι
δύσομβρος
δυσόμῑλος
δυσόμματος
δύσοπτος
δυσόρᾱτος
δύσοργος
δύσορμος
View word page
δυσ-οίκητος
δυσοίκητοςονadjοἰκητός of regionsdifficult to live inuninhabitableX.

ShortDef

bad to dwell in

Debugging

Headword:
δυσοίκητος
Headword (normalized):
δυσοίκητος
Headword (normalized/stripped):
δυσοικητος
IDX:
10266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10267
Key:
δυσοίκητος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-οίκητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>οίκητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>οἰκητός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of regions</Indic><Def>difficult to live in</Def><Tr>uninhabitable</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσοίκητος'}