Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Δυσνομίη
δύσνοστος
δυσνουθέτητος
δύσνους
δύσνυμφος
δυσξύμβολος
δύσογκος
δυσοδέω
δύσοδμος
δῡσοδοπαίπαλος
δύσοδος
δυσοίζω
δυσοίκητος
δύσοιμος
δύσοιστος
δῡ́σομαι
δύσομβρος
δυσόμῑλος
δυσόμματος
δύσοπτος
δυσόρᾱτος
View word page
δύσ-οδος
δύσοδοςονadjὁδός of a mountainpresenting a difficult routehard to crossTh.

ShortDef

hard to pass, scarce passable

Debugging

Headword:
δύσοδος
Headword (normalized):
δύσοδος
Headword (normalized/stripped):
δυσοδος
IDX:
10264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10265
Key:
δύσοδος

Data

{'headword_display': '<b>δύσ-οδος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δύσ<hyph/>οδος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὁδός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a mountain</Indic><Def>presenting a difficult route</Def><Tr>hard to cross</Tr><Au>Th.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δύσοδος'}