Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσνιπτος
δυσνοέω
δύσνοια
Δυσνομίη
δύσνοστος
δυσνουθέτητος
δύσνους
δύσνυμφος
δυσξύμβολος
δύσογκος
δυσοδέω
δύσοδμος
δῡσοδοπαίπαλος
δύσοδος
δυσοίζω
δυσοίκητος
δύσοιμος
δύσοιστος
δῡ́σομαι
δύσομβρος
δυσόμῑλος
View word page
δυσοδέω
δυσοδέωcontr.vbδύσοδος of cavalrymake one's way with difficultyamid obstaclesPlu.

ShortDef

to make bad way, get on slowly

Debugging

Headword:
δυσοδέω
Headword (normalized):
δυσοδέω
Headword (normalized/stripped):
δυσοδεω
IDX:
10261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10262
Key:
δυσοδέω

Data

{'headword_display': '<b>δυσοδέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δυσοδέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>δύσοδος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of cavalry</Indic><Tr>make one's way with difficulty<Expl>amid obstacles</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'δυσοδέω'}