Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσμορφος
δυσνῑ́κητος
δύσνιπτος
δυσνοέω
δύσνοια
Δυσνομίη
δύσνοστος
δυσνουθέτητος
δύσνους
δύσνυμφος
δυσξύμβολος
δύσογκος
δυσοδέω
δύσοδμος
δῡσοδοπαίπαλος
δύσοδος
δυσοίζω
δυσοίκητος
δύσοιμος
δύσοιστος
δῡ́σομαι
View word page
δυσξύμβολος
δυσξύμβολοςδυσξύνετοςadjsseeδυσσύμβολοςδυσσύνετος

ShortDef

hard to deal with, driving a hard bargain

Debugging

Headword:
δυσξύμβολος
Headword (normalized):
δυσξύμβολος
Headword (normalized/stripped):
δυσξυμβολος
IDX:
10259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10260
Key:
δυσξύμβολος

Data

{'headword_display': '<b>δυσξύμβολος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>δυσξύμβολος</HL><VL><FmHL>δυσξύνετος</FmHL></VL><PS>adjs</PS></HG><XR>see<Ref>δυσσύμβολος</Ref><Ref>δυσσύνετος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δυσξύμβολος'}