Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσμορφίη
δύσμορφος
δυσνῑ́κητος
δύσνιπτος
δυσνοέω
δύσνοια
Δυσνομίη
δύσνοστος
δυσνουθέτητος
δύσνους
δύσνυμφος
δυσξύμβολος
δύσογκος
δυσοδέω
δύσοδμος
δῡσοδοπαίπαλος
δύσοδος
δυσοίζω
δυσοίκητος
δύσοιμος
δύσοιστος
View word page
δύσ-νυμφος
δύσνυμφοςονadjνύμφη of women, a brideill-weddedE.

ShortDef

ill-wedded

Debugging

Headword:
δύσνυμφος
Headword (normalized):
δύσνυμφος
Headword (normalized/stripped):
δυσνυμφος
IDX:
10258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10259
Key:
δύσνυμφος

Data

{'headword_display': '<b>δύσ-νυμφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δύσ<hyph/>νυμφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>νύμφη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of women, a bride</Indic><Tr>ill-wedded</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δύσνυμφος'}