Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσμνημόνευτος
δύσμορος
δυσμορφίη
δύσμορφος
δυσνῑ́κητος
δύσνιπτος
δυσνοέω
δύσνοια
Δυσνομίη
δύσνοστος
δυσνουθέτητος
δύσνους
δύσνυμφος
δυσξύμβολος
δύσογκος
δυσοδέω
δύσοδμος
δῡσοδοπαίπαλος
δύσοδος
δυσοίζω
δυσοίκητος
View word page
δυσ-νουθέτητος
δυσνουθέτητοςονadjνουθετέω of an animal, fig.ref. to povertyhard to admonishobstinateMen.

ShortDef

hard to be corrected

Debugging

Headword:
δυσνουθέτητος
Headword (normalized):
δυσνουθέτητος
Headword (normalized/stripped):
δυσνουθετητος
IDX:
10256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10257
Key:
δυσνουθέτητος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-νουθέτητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>νουθέτητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>νουθετέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an animal, fig.ref. to poverty</Indic><Def>hard to admonish</Def><Tr>obstinate</Tr><Au>Men.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσνουθέτητος'}