Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσμηχανέω
δύσμικτος
δυσμῑ́μητος
δυσμνημόνευτος
δύσμορος
δυσμορφίη
δύσμορφος
δυσνῑ́κητος
δύσνιπτος
δυσνοέω
δύσνοια
Δυσνομίη
δύσνοστος
δυσνουθέτητος
δύσνους
δύσνυμφος
δυσξύμβολος
δύσογκος
δυσοδέω
δύσοδμος
δῡσοδοπαίπαλος
View word page
δύσνοια
δύσνοιαᾱςf ill will, malevolence, disaffectionS. E. Pl. Plu.

ShortDef

disaffection, ill-will, malevolence

Debugging

Headword:
δύσνοια
Headword (normalized):
δύσνοια
Headword (normalized/stripped):
δυσνοια
IDX:
10253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10254
Key:
δύσνοια

Data

{'headword_display': '<b>δύσνοια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δύσνοια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>ill will, malevolence, disaffection</Tr><Au>S. E. Pl. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δύσνοια'}