Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσμή
δυσμήτηρ
δυσμηχανέω
δύσμικτος
δυσμῑ́μητος
δυσμνημόνευτος
δύσμορος
δυσμορφίη
δύσμορφος
δυσνῑ́κητος
δύσνιπτος
δυσνοέω
δύσνοια
Δυσνομίη
δύσνοστος
δυσνουθέτητος
δύσνους
δύσνυμφος
δυσξύμβολος
δύσογκος
δυσοδέω
View word page
δύσ-νιπτος
δύσνιπτοςονadjνίζω hard to wash offof an inscription on bronzehard to erase, indelibleS.

ShortDef

hard to wash out

Debugging

Headword:
δύσνιπτος
Headword (normalized):
δύσνιπτος
Headword (normalized/stripped):
δυσνιπτος
IDX:
10251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10252
Key:
δύσνιπτος

Data

{'headword_display': '<b>δύσ-νιπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δύσ<hyph/>νιπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>νίζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>hard to wash off</Def><aS2><Indic>of an inscription on bronze</Indic><Tr>hard to erase, indelible</Tr><Au>S.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'δύσνιπτος'}