Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσμετάθετος
δυσμεταχείριστος
δυσμή
δυσμήτηρ
δυσμηχανέω
δύσμικτος
δυσμῑ́μητος
δυσμνημόνευτος
δύσμορος
δυσμορφίη
δύσμορφος
δυσνῑ́κητος
δύσνιπτος
δυσνοέω
δύσνοια
Δυσνομίη
δύσνοστος
δυσνουθέτητος
δύσνους
δύσνυμφος
δυσξύμβολος
View word page
δύσ-μορφος
δύσμορφοςονadjμορφή of persons, their clothesunsightlyS.cj. E.

ShortDef

misshapen, ill-favoured

Debugging

Headword:
δύσμορφος
Headword (normalized):
δύσμορφος
Headword (normalized/stripped):
δυσμορφος
IDX:
10249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10250
Key:
δύσμορφος

Data

{'headword_display': '<b>δύσ-μορφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δύσ<hyph/>μορφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μορφή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons, their clothes</Indic><Tr>unsightly</Tr><Au>S.<LblR>cj.</LblR> E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δύσμορφος'}