Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσμενικός
δυσμετάθετος
δυσμεταχείριστος
δυσμή
δυσμήτηρ
δυσμηχανέω
δύσμικτος
δυσμῑ́μητος
δυσμνημόνευτος
δύσμορος
δυσμορφίη
δύσμορφος
δυσνῑ́κητος
δύσνιπτος
δυσνοέω
δύσνοια
Δυσνομίη
δύσνοστος
δυσνουθέτητος
δύσνους
δύσνυμφος
View word page
δυσμορφίη
δυσμορφίηηςIon.fδύσμορφος uglinessof a personHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσμορφίη
Headword (normalized):
δυσμορφίη
Headword (normalized/stripped):
δυσμορφιη
IDX:
10248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10249
Key:
δυσμορφίη

Data

{'headword_display': '<b>δυσμορφίη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δυσμορφίη</HL><Infl>ης</Infl><PS>Ion.f</PS><Ety><Ref>δύσμορφος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>ugliness<Expl>of a person</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δυσμορφίη'}