Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσμείλικτος
δυσμεναίνω
δυσμένεια
δυσμενέω
δυσμενής
δυσμενικός
δυσμετάθετος
δυσμεταχείριστος
δυσμή
δυσμήτηρ
δυσμηχανέω
δύσμικτος
δυσμῑ́μητος
δυσμνημόνευτος
δύσμορος
δυσμορφίη
δύσμορφος
δυσνῑ́κητος
δύσνιπτος
δυσνοέω
δύσνοια
View word page
δυσμηχανέω
δυσμηχανέωcontr.vbμηχανή lack the meansw.inf.to do sthg.A.

ShortDef

to be at loss how

Debugging

Headword:
δυσμηχανέω
Headword (normalized):
δυσμηχανέω
Headword (normalized/stripped):
δυσμηχανεω
IDX:
10243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10244
Key:
δυσμηχανέω

Data

{'headword_display': '<b>δυσμηχανέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δυσμηχανέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>μηχανή</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>lack the means</Tr><Cmpl><GLbl>w.inf.</GLbl>to do sthg.<Au>A.</Au> </Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'δυσμηχανέω'}