Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσμᾱ́τωρ
δυσμαχέω
δυσμάχητος
δύσμαχος
δύσμεικτος
δυσμείλικτος
δυσμεναίνω
δυσμένεια
δυσμενέω
δυσμενής
δυσμενικός
δυσμετάθετος
δυσμεταχείριστος
δυσμή
δυσμήτηρ
δυσμηχανέω
δύσμικτος
δυσμῑ́μητος
δυσμνημόνευτος
δύσμορος
δυσμορφίη
View word page
δυσμενικός
δυσμενικόςή όνadj of speech, mockery, anger, the start of a warhostile, ill-willed, rancorousPlb. δυσμενικῶςadv with ill willhostilityPlb.

ShortDef

like an enemy, hostile

Debugging

Headword:
δυσμενικός
Headword (normalized):
δυσμενικός
Headword (normalized/stripped):
δυσμενικος
IDX:
10238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10239
Key:
δυσμενικός

Data

{'headword_display': '<b>δυσμενικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσμενικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of speech, mockery, anger, the start of a war</Indic><Tr>hostile, ill-willed, rancorous</Tr><Au>Plb.</Au></aS1> <Adv><vHG><HL>δυσμενικῶς</HL><PS>adv</PS></vHG> <advS1><Tr>with ill will<or/>hostility</Tr><Au>Plb.</Au> </advS1> </Adv></AE>', 'key': 'δυσμενικός'}