Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσμαθίᾱ
δυσμαί
δυσμᾱ́τωρ
δυσμαχέω
δυσμάχητος
δύσμαχος
δύσμεικτος
δυσμείλικτος
δυσμεναίνω
δυσμένεια
δυσμενέω
δυσμενής
δυσμενικός
δυσμετάθετος
δυσμεταχείριστος
δυσμή
δυσμήτηρ
δυσμηχανέω
δύσμικτος
δυσμῑ́μητος
δυσμνημόνευτος
View word page
δυσμενέω
δυσμενέωcontr.vbonly ptcpl.
δυσμενέων
bear ill will, be hostileOd.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσμενέω
Headword (normalized):
δυσμενέω
Headword (normalized/stripped):
δυσμενεω
IDX:
10236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10237
Key:
δυσμενέω

Data

{'headword_display': '<b>δυσμενέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δυσμενέω</HL><PS>contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>only ptcpl.</Lbl><Form>δυσμενέων</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>bear ill will, be hostile</Tr><Au>Od.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'δυσμενέω'}