Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσμαθής
δυσμαθίᾱ
δυσμαί
δυσμᾱ́τωρ
δυσμαχέω
δυσμάχητος
δύσμαχος
δύσμεικτος
δυσμείλικτος
δυσμεναίνω
δυσμένεια
δυσμενέω
δυσμενής
δυσμενικός
δυσμετάθετος
δυσμεταχείριστος
δυσμή
δυσμήτηρ
δυσμηχανέω
δύσμικτος
δυσμῑ́μητος
View word page
δυσμένεια
δυσμένειαᾱςf ill will, hostility, enmityS. E. Att.orats. Pl. Arist.

ShortDef

ill-will, enmity

Debugging

Headword:
δυσμένεια
Headword (normalized):
δυσμένεια
Headword (normalized/stripped):
δυσμενεια
IDX:
10235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10236
Key:
δυσμένεια

Data

{'headword_display': '<b>δυσμένεια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δυσμένεια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>ill will, hostility, enmity</Tr><Au>S. E. Att.orats. Pl. Arist.<NBPlus/></Au></nS1></NE>', 'key': 'δυσμένεια'}