Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δυσμάθεια
δυσμαθέω
δυσμαθής
δυσμαθίᾱ
δυσμαί
δυσμᾱ́τωρ
δυσμαχέω
δυσμάχητος
δύσμαχος
δύσμεικτος
δυσμείλικτος
δυσμεναίνω
δυσμένεια
δυσμενέω
δυσμενής
δυσμενικός
δυσμετάθετος
δυσμεταχείριστος
δυσμή
δυσμήτηρ
δυσμηχανέω
View word page
δυσ-μείλικτος
δυσμείλικτοςονadjμειλίσσω of persons, their natureshard to sootheimplacablePlu.

ShortDef

hard to appease

Debugging

Headword:
δυσμείλικτος
Headword (normalized):
δυσμείλικτος
Headword (normalized/stripped):
δυσμειλικτος
IDX:
10233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10234
Key:
δυσμείλικτος

Data

{'headword_display': '<b>δυσ-μείλικτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δυσ<hyph/>μείλικτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μειλίσσω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons, their natures</Indic><Def>hard to soothe</Def><Tr>implacable</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δυσμείλικτος'}