Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δύσλυτος
δυσμάθεια
δυσμαθέω
δυσμαθής
δυσμαθίᾱ
δυσμαί
δυσμᾱ́τωρ
δυσμαχέω
δυσμάχητος
δύσμαχος
δύσμεικτος
δυσμείλικτος
δυσμεναίνω
δυσμένεια
δυσμενέω
δυσμενής
δυσμενικός
δυσμετάθετος
δυσμεταχείριστος
δυσμή
δυσμήτηρ
View word page
δύσ-μεικτος
δύσμεικτοςalsoδύσμικτοςονadjμεικτός of substances, qualitieshard to mixblendw. othersPl. Plu.

ShortDef

hard to mix: without affinity

Debugging

Headword:
δύσμεικτος
Headword (normalized):
δύσμεικτος
Headword (normalized/stripped):
δυσμεικτος
IDX:
10232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-10233
Key:
δύσμεικτος

Data

{'headword_display': '<b>δύσ-μεικτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δύσ<hyph/>μεικτος<VL><Lbl>also</Lbl><FmHL>δύσμικτος</FmHL></VL></HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μεικτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of substances, qualities</Indic><Tr>hard to mix<or/>blend<Expl>w. others</Expl></Tr><Au>Pl. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δύσμεικτος'}